- πολιάτας
- πολιάτ-ας [pron. full] [ᾱτ], α, ὁ, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. for πολιήτης, opp. ξένος, Alc.Supp.14.6, Id.Oxy.1233 Fr.22.3, Pi.I.1.51, Leg.Gort.10.35, lsyll. 21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιάτας — ὁ, θηλ. πολιᾱτις, άτιδος, Α (αιολ. και δωρ. τ. τού πολιήτης) βλ. πολίτης … Dictionary of Greek
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολιανόμος — ὁ, Α άρχοντας τής πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, ιος + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ νόμος. Για τη μορφή τού α συνθετικού πολια βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας] … Dictionary of Greek
πολιατεύω — Α [πολιάτας] είμαι πολίτης … Dictionary of Greek